- ἰσόπτερα
- ἰσόπτεροςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόπτερα — Τάξη εντόμων που αποτελείται αποκλειστικά από τη μεγάλη και σημαντική ομάδα των τερμιτών. Τα διάφορα γένη της τάξης αυτής χαρακτηρίζονται από την πολυσύνθετη κοινωνική τους οργάνωση και από τον έντονο πολυμορφισμό τους. Βλ. λ. τερμίτες. * * * τα… … Dictionary of Greek
τερμίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τερμίτες ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές τής Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με… … Dictionary of Greek
τερμιτίδες — οι, Ν ζωολ. η πολυπληθέστερη οικογένεια τής τάξης ισόπτερα, με 1.413 αρτίγονα είδη τών τροπικών περιοχών, που αποτελούν το 75% τού συνόλου τών τερμιτών και ονομάζονται ανώτεροι τερμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek